Στύγα

Στύγα
Στύξ
the Styx
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • στύγα — στύγᾱ , στύγος hatred neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Στύγα — η, Ν μυθ. βλ. Στυξ …   Dictionary of Greek

  • Στύγα — η σύμφωνα με την αρχαία μυθολογία, ποτάμι στον Άδη που στα νερά του ορκίζονταν οι θεοί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στυγάνορ' — στυγά̱νορα , στυγάνωρ hating the male sex masc/fem acc sg στυγά̱νορι , στυγάνωρ hating the male sex masc/fem dat sg στυγά̱νορε , στυγάνωρ hating the male sex masc/fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στυγάνορα — στυγά̱νορα , στυγάνωρ hating the male sex masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… …   Dictionary of Greek

  • STYX — fons Arcadiae, ex Pheoeo lacu, et ex Notacri monte manans ex saxo (cuius aqua ilico pota necat) et in fluvinm evadens. Ferrum ac aes erodit, solque mulae ungulâ aqua eius contineri potest, cetera vasa frigoris vehementiâ dirumpens. Hôc venenô… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ίρις — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν κόρη του Θαύμαντα και της Ωκεανίδας Ηλέκτρας και εκτελούσε χρέη αγγελιαφόρου των θεών, ιδιαίτερα του Δία και της Ήρας. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, ήταν αδελφή της Άρκης που είχε τιμωρηθεί από τον Δία επειδή είχε βοηθήσει τους …   Dictionary of Greek

  • στύγιος — ία, ον, και θηλ. και ος, Α [Στύξ, υγός] (ποιητ. τ.) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Στύγα, στον Κάτω Κόσμο 2. μισητός, απεχθής …   Dictionary of Greek

  • υπερφέρω — Α 1. περνώ κάτι πάνω από κάτι άλλο, μεταφέρω κάτι πάνω από κάτι άλλο («καὶ ὑπερενεγκόντες τὸν Λευκαδίων ἰσθμὸν τὰς ναῡς», Θουκ.) 2. μεταφυτεύομαι 3. εξέχω, προεξέχω, βρίσκομαι πιο ψηλά από κάτι («ἡ σελήνη φεύγει τὴν Στύγα μικρὸν ὑπερφέρουσα»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”